στόρθυγξ — point masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στόρθυγγα — στόρθυγξ point masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στόρθυγγας — στόρθυγξ point masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στόρθυγγος — στόρθυγξ point masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στόρθυγξι — στόρθυγξ point masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στόρθυγξιν — στόρθυγξ point masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εϋστόρθυγξ — ἐϋστόρθυγξ, ὁ, ἡ (Α) 1. κατασκευασμένος από γερό κλαδί 2. (για τον Πρίαπο) με προτεταμένο το πέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στόρθυγξ «άκρη, αιχμή»] … Dictionary of Greek
μονοστόρθυγξ — μονοστόρθυγξ, υγγος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει κατασκευαστεί από ένα μόνο στέλεχος, με ένα πόδι, μονοπόδαρος («τῷδε μονοστόρθυγγι Πριήπῳ, Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + στόρθυγξ «άκρο»] … Dictionary of Greek
στερεός — και στερρός, ά, ό / στερεός και στερρός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και στερεή και στερρή, και στέρεος, η ο, και στέριος, α, ο, Ν 1. αυτός που έχει πυκνή σύσταση, συμπαγής, σκληρός (α. «στερεά ουσία» β. «στερεὸν κέρας», Αριστοτ.) 2. ισχυρός, δυνατός, γερός … Dictionary of Greek
στόρθη — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «τὸ ὀξὺ τοῡ δόρατος καὶ ἐπιδορατίς». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. στόρθυγξ] … Dictionary of Greek